Κερατόκωνος
Τι είναι ο κερατόκωνος;
Ο κερατόκωνος, είναι εκτατική, μη φλεγμονώδης δυστροφία του κερατοειδούς. Ο κερατοειδής λεπτύνεται προοδευτικά και λαμβάνει ένα κωνικό σχήμα, προκαλώντας έτσι μια προοδευτική αύξηση του αστιγματισμό με συνέπεια την μείωση της όρασης, της οπτικής οξύτητας δηλαδή.
Η αιτιολογία του είναι πολυπαραγοντική περιλαμβάνοντας κληρονομικότητα, βιοχημικές ανωμαλίες και αυτοπροκληθέν μηχανικό τραύμα του κερατοειδούς ή συχνό τρίψιμο των ματιών.
Έχει βρεθεί συσχέτιση της νόσου με αλλεργικές διαθέσεις και έκζεμα στην περιοχή των ματιών. Η μηχανική αυτή θεωρία επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι πολλοί ασθενείς με κερατόκωνο έχουν μαλακά βλέφαρα και προκαλείται εύκολα το γύρισμα τους. Το σύνδρομο Down επίσης είναι ένας άλλος παράγοτας κινδύνου για την εμφάνιση της ασθένειας, αλλά τις περισσότερες φορές η αιτία εμφάνισής του είναι άγνωστη!
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αστιγματισμός “ανεβαίνει” διαρκώς και η ποιότητα της όρασης του ασθενούς με γυαλιά δεν είναι ικανοποιητική.
Η αντιμετώπιση αυτής της δυσκολίας στα αρχικά στάδια γίνεται με φακούς επαφής, ειδικούς για τον κερατόκωνο.
Αν ο κερατόκωνος προχωράει με ραγδαίους ρυθμούς συνιστάται η προσπάθεια μείωσης της εξέλιξής του με ειδική διαθλαστική επέμβαση , το cross- linking ή τοποθέτηση ειδικών δακτυλιδιών στο εσωτερικό τμήμα του κερατοειδούς.
H μειοψηφία τελικά των ασθενών θα χρειαστεί επέμβαση κερατοπλαστικής δηλ. μεταμόσχευσης του κερατοειδούς για επανάκτηση της όρασης όταν οι άλλες θεραπείες δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Περιεχόμενα
Πώς καταλαβαίνουμε ότι πάσχουμε από κερατόκωνο;
Οι ασθενείς, στα αρχικά στάδια, παραπονιούνται για μια μειωμένη οπτική οξύτητα. Η φυσική εξέταση δεν δίνει πάντοτε στοιχεία για μια σίγουρη διάγνωση. Ωστόσο η κερατομέτρηση μπορεί να δώσει αλλοιωμένες παραμέτρους που θα υποψιάσουν τον οφθαλμίατρο. Ο ασθενής παρουσιάζει έναν ανώμαλο εξελικτικό αστιγματισμό που δεν είχε πριν. Σε πιο προχωρημένα στάδια η διάγνωση είναι πιο εύκολη και με την βοήθεια της σχισμοειδούς λυχνίας ο κερατοειδής εμφανίζει την γνωστή κωνική μορφή καθώς και λέπτυνση και θόλωση της κεντρικής περιοχής του.
Η σίγουρη διάγνωση, όμως, τίθεται με την βοήθεια ενός ηλεκτρονικού μηχανήματος και με μια εξέταση που ονομάζεται “τοπογραφία κερατοειδούς” (corneal map). Με την εξέταση αυτή λαμβάνουμε μια δισδιάστατη έγχρωμη απεικόνιση της τοπογραφίας του κερατοειδούς βάση της οποίας κάνουμε διάγνωση ακόμα και στις υποκλινικές μορφές δηλ. εκείνες που δεν έχουν εμφανίσει ακόμη συμπτώματα.
Συμπληρωματικά, μπορεί να χρειαστεί και η μέτρηση του πάχους του κερατοειδούς για να διαπιστωθεί ο βαθμός της λέπτυνσης του κερατοειδούς.
Αντιμετωπίζεται ο κερατόκωνος;
Στον πρώιμο κερατόκωνο η διόρθωση με γυαλιά για τον αστιγματισμό είναι ο πιο εύκολος τρόπος αντιμετώπισης. Ωστόσο, όταν η ποιότητα της όρασης που μπορούμε να επιτύχουμε με τα γφυαλιά δεν είναι ικανοποιητική, ο τρόπος αντιμετώπισης του κερατόκωνου είναι η εφαρμογή ημίσκληρων ειδικών για την πάθηση αυτή, φακών επαφής, οι οποίοι μεταβάλλουν την ανώμαλη κωνική καμπυλότητα του κερατοειδούς και η όραση που κερδίζει ο ασθενής είναι σαφώς ανώτερη! Οι μαλακοί φακοί δεν έχουν ένδειξη εφόσον δεν μεταβάλλουν δραματικά την καμπυλότητα του κερατοειδούς.
Αν ο κερατόκωνος προχωράει με ραγδαίους ρυθμούς συνιστάται η προσπάθεια μείωσης της εξέλιξής του με ειδική διαθλαστική επέμβαση , το cross- linking ή τοποθέτηση ειδικών δακτυλιδιών στο εσωτερικό τμήμα του κερατοειδούς. Η χειρουργική επέμβαση χρειάζεται στο 10%-20% των ασθενών. Η επέμβαση η οποία γίνεται είναι η διαμπερής κερατοπλαστική ή μεταμόσχευση κερατοειδούς κατά την οποία αντικαθιστάται ο πάσχων κερατοειδής από έναν άλλον φυσιολογικό. Η επέμβαση γίνεται με τοπική ή γενική αναισθησία ενώ δεν είναι απαραίτητη η νοσηλεία. Τα αποτελέσματα είναι πολύ καλά. Μια οπτική οξύτητα 5/10 μετεγχειρητικά αγγίζει το 90%. Το 60% των ασθενών χρειάζονται εφαρμογή φακού επαφής μετεγχειριτικά λόγω του αστιγματισμού που προκαλείται από την τοποθέτηση ραμμάτων. Τα ράμματα αφαιρούνται συνήθως μετά από 1 χρόνο.